Ως πνευμοθώρακας ορίζεται η παθολογική κατάσταση στην οποία εμφανίζεται αέρας μεταξύ των πετάλων του υπεζωκότα (υμένας που καλύπτει εξωτερικά τον πνεύμονα και το θωρακικό τοίχωμα) και οδηγεί σε σε συμπιεστική κατάρρευση τμήματος ή ολόκληρου, του ενός ή και των δύο πνευμόνων.
Ο πνευμοθώρακας, ανάλογα με την αιτία διακρίνεται σε αυτόματο, τραυματικό και ιατρογενή.
Ανεξάρτητα της κατάταξης και του αιτίου, το άτομο που παθαίνει πνευμοθώρακα βιώνει συνήθως αιφνίδιο θωρακικό πόνο, δύσπνοια και βήχα. Μπορεί να εμφανιστεί επίσης ταχύπνοια και υποξυγοναιμία.
Ο αυτόματος πνευμοθώρακας διακρίνεται περαιτέρω σε πρωτοπαθή και δευτεροπαθή αυτόματο πνευμοθώρακα.
Ο πρωτοπαθής αυτόματος πνευμοθώρακας παρουσιάζεται σε άτομα που δεν παρουσιάζουν κάποια εμφανή πνευμονική παθολογία ή προηγούμενα συμπτώματα. Συνήθως η πάθηση αφορά νεαρούς ενήλικες , λεπτούς, με μακριά άκρα. Ο πρωτοπαθής πνευμοθώρακας σχεδόν πάντα σχετίζεται με τη ρήξη κάποιας υποϋπεζωκοτικής μικροκυστικής βλάβης στα κορυφαία πνευμονικά τμήματα. Ο απεικονιστικός έλεγχος με υψηλής ευκρίνειας αξονική τομογραφία θώρακος (HRCT), αλλά και η θωρακοσκόπηση ασθενών με πρωτοπαθή αυτόματο πνευμοθώρακα, αποκαλύπτει σε ποσοστό ως και πάνω από 90% φυσαλίδες στους πνεύμονες των ασθενών αυτών. Κατά συνέπεια ο πρωτοπαθής αυτόματος πνευμοθώρακας θεωρείται ως η κλινική εκδήλωση υποκείμενης πνευμονικής πάθησης, με χαρακτηριστικά περιφερικού κυψελιδικού εμφυσήματος.
Η νόσος έχει την τάση να υποτροπιάζει. Ο κίνδυνος υποτροπής μετά το πρώτο επεισόδιο πνευμοθώρακα είναι περίπου 40% και μετά δεύτερη υποτροπή 80%. Άνω του 60% των υποτροπών συμβαίνει μέσα στα 2 έτη από το πρώτο επεισόδιο. Δηλαδή κάποιος που θα παρουσιάσει για πρώτη φορά στη ζωή του αυτόματο πνευμοθώρακα, είναι εξαιρετικά πιθανό να πάθει ξανά πνευμοθώρακα στον ίδιο πνεύμονα. Επίσης, οι πιθανότητες να πάθει πνευμοθώρακα στον άλλο πνεύμονα είναι αυξημένες σε σχέση με εκείνες του γενικού πληθυσμού.
Ο δευτεροπαθής αυτόματος πνευμοθώρακας οφείλεται σε υποκείμενες πνευμονικές παθήσεις, όπως η κυστική ίνωση, η πνευμονία από Pneumocysti, και σπανιότερα εμφανίζεται επί εδάφους άσθματος, βρογχιολίτιδας, αυτοάνοσων νοσημάτων, συγγενούς κυστικής αδενωματώδους διαμαρτίας, συγγενούς λοβώδους εμφυσήματος.
Η αντιμετώπιση του αυτόματου πνευμοθώρακα στοχεύει αρχικά στην επανέκπτυξη του πνεύμονα (τοποθέτηση σωλήνα παροχέτευσης ή αναρρόφηση με βελόνη) και όψιμα στην αποφυγή των υποτροπών.
Η μόνιμη και ριζική αντιμετώπιση του πρωτοπαθή αυτόματου πνευμοθώρακα που υποτροπιάζει, είναι η θωρακοσκοπική χημική πλευροδεσία με ή χωρίς ταυτόχρονη αφαίρεση των εμφυσηματικών αερωδών κύστεων. Δεν χρειάζεται να υποβληθείτε σε ανοιχτό χειρουργείο! Αν δεν εντοπίζονται αερώδεις κύστεις στην αξονική θώρακα υψηλής ευκρίνειας (HRCT), ή αν αυτές είναι μικρές (<2cm), η επέμβαση μπορεί να γίνει θωρακοσκοπικά με τοπική αναισθησία και μέθη, χρησιμοποιώντας μόνο μια οπή εισόδου στον θώρακα. Θα χρησιμοποιήσουμε στη περίπτωση αυτή το λεπτό θωρακοσκόπιο των 7 χιλιοστών και ακολούθως χημική πλευροδεσία, με ελάχιστη ταλαιπωρία και χρόνο παραμονής στο Νοσοκομείο 24 ώρες! Αν οι αερώδεις κύστεις είναι μεγαλύτερες, τότε θα χρειαστεί VATS (video assisted thoracoscopy), γενική νάρκωση και 2 ή 3 οπές εισόδου, ώστε να αφαιρεθούν οι αερώδεις κύστεις, πριν γίνει χημική πλευροδεσία.
Για την αντιμετώπιση του πρωτοπαθή αυτόματου πνευμοθώρακα και την χημική πλευροδεσία, πιέστε εδώ